- τάσσει
- τάσσωdraw up in order of battlepres ind mp 2nd sgτάσσωdraw up in order of battlepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
προδικαστικός — ή, ό, Ν [προδικασία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προδικασία 2. φρ. α) «προδικαστική απόφαση» (νομ.) μη οριστική απόφαση που εκδίδεται πριν από την οριστική και με την οποία το δικαστήριο τάσσει στους διαδίκους αποδείξεις τών εκατέρωθεν… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
Μοντένι, Μισέλ Εκέμ ντε- — (Michel Eyquem Montaigne, Μοντέν 1533 – 1592). Γάλλος συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο Γκιγιέν του Μπορντό το 1546, αφιέρωσε ένα μέρος της ζωής του, αλλά χωρίς ενθουσιασμό και υπερβολική δέσμευση, στην πολιτική· κατέλαβε τη θέση … Dictionary of Greek